- βακχεία
- Στην αρχαιότητα, γιορτές προς τιμήν του Βάκχου, οι οποίες από τη Μεγάλη Ελλάδα πέρασαν στη Ρώμη με την ονομασία Bacchanal (από το όνομα του Βάκχου = Bacchus), η οποία στα ελληνικά έχει αποδοθεί Μπακανάλια ή Βακ(χ)ανάλια και έτσι έχει επικρατήσει.
Εκείνοι που μετείχαν στα ρωμαϊκά Β. σχημάτιζαν μυστικές ενώσεις, καλά οργανωμένες, με αρχηγούς που ονομάζονταν μάγιστροι (magistri) και με δικούς τους ιερείς. Οι μυημένοι γιόρταζαν κρυφά τα Β. και ήταν δεσμευμένοι με όρκο που τους απαγόρευε να αποκαλύπτουν στους αμύητους όσα είχαν σχέση με τη θρησκεία τους. Οι μυστηριακές αυτές τελετές και συνήθειες έβαλαν σε υποψία τις Αρχές, πολύ περισσότερο μάλιστα που –επειδή δεν υπήρχαν συγκεκριμένες πληροφορίες– κυκλοφορούσαν φήμες ότι τα Β. ήταν τελετές οργιαστικές, ανόσιες, ακόμα και εγκληματικές. Έφτασε μάλιστα να θεωρηθεί το θρησκευτικό κίνημα των Β. ανατρεπτικό και επικίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους. Έτσι, το 186 π.Χ. η Σύγκλητος νομοθέτησε αυστηρότερα μέτρα εναντίον των Β. και τα απαγόρευσε. Οι ενώσεις των μυημένων διαλύθηκαν και τα μέλη τους υπέστησαν διώξεις. Μερικοί συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο ως κοινοί εγκληματίες, ενώ άλλοι αυτοκτόνησαν.
Απεικόνιση των ρωμαϊκών Βακχειών (Μπακανάλια) σε ρωμαϊκή σαρκοφάγο. Η διονυσιακή λατρεία, που ήρθε στη Ρώμη από τη Μεγάλη Ελλάδα, καταργήθηκε το 186 π.Χ. με απόφαση της Συγκλήτου, που διέλυσε τις ενώσεις των μυημένων (Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη· φωτ. Moretti).
* * *βακχεία, η (Α) [Βάκχος]1. διονυσιακή μανία, οργιαστική ευθυμία, φρενίτιδα2. πληθ. βακχεῑαι, αιδιονυσιακά όργια3. φρ. «τῆς φιλοσόφου μανίας καὶ βακχείας» — της τρέλας και του ενθουσιασμού για τη φιλοσοφία.
Dictionary of Greek. 2013.